Δεύτερο Μέρος

 
ΑΙΩΝΕΣ ΓΙΝΑΤΕ ΣΤΙΓΜΕΣ…

Αιώνες γίνατε στιγμές, άμμος που πέφτει και σιωπές,
μα εσύ δε μπόρεσες να βρεις ούτε δυο λέξεις…
Απ’ τις χιλιάδες μουσικές, που ήταν όλες δανεικές,
μία αρκούσε μόνος σου να βρεις για να διαλέξεις.

Αιώνες γίνατε στιγμές, άμμος που πέφτει και ευχές,
κοντά σε έφεραν ξανά μπροστά μου γελαστό,
να πλησιάζεις πιο κοντά, να μην χρωστάς στα χθεσινά,
και στο φόβο να χαρίζεις μια πυξίδα ουρανό…


ΤΑ ΔΙΑΦΑΝΑ  ΣΟΥ…

Τα διάφανά σου τα φωτεινά κι ανάλαφρα,
χωρίς τις κουρτίνες τις βαριές,
σαν τα μικρά παιδιά ανέμελα γελούν,
μακριά από φτιασίδια κι άχρηστες μπογιές.
Ποτέ τους πράγματι δε γνώρισαν μπογιές.
Δε γεύτηκαν των χρόνων κατακάθι,
με ψεύτικες βιτρίνες και λάθος ανοχές…


Η ΑΡΝΗΣΗ

Πώς τόλμησε το γκρίζο γέλιο,
να φυλακίσει το λευκό;
Τ’ αρνιόσουν πάντα και ζητούσες,
να φέρει πίσω το παλιό…

Εκείνη η δίκαιη άρνησή σου,
σ’ ό,τι σου φάνηκε καπνός,
στα χείλη έγινε τραγούδι,
στο βλέμμα ήλιος κι ουρανός…

Αρνήθηκες βιτρίνας γέλια,
τύπους και δρόμους χωρίς φως,
κι έμεινε κείνο το τραγούδι,
σύνθημα, μνήμη κι οδηγός…


Η ΜΠΕΖ ΚΟΛΟΝΑ

Η μπεζ η κολόνα σε μία γραμμή,
νιώθει τα χρόνια και τη στιγμή.
Απόντες, παρόντες, το ίδιο πια,
γνωστοί της ξένοι, πίσω, μπροστά.

Η μπεζ η κολόνα σε μία γραμμή,
Σιγά ψιθυρίζει : τί χώρια, μαζί…
Όλοι αστέρια στον ίδιο καμβά,
βλεπόμαστε πάντα κρυφά, φανερά…

Η μπεζ η κολόνα στην ίδια γραμμή,
νάρκες οι στάσεις, μια διαδρομή.
Χωρίς φτιασιδώματα και πλαστικά,
ποτέ δε χρειάστηκε φθηνά υλικά.

Η μπεζ η κολόνα σε μία γραμμή,
δέσποζε ελεύθερη, χωρίς «πρέπει», «μη»…
Και όλα μα όλα θυμάμαι ανοιχτά,
βλέμματα, γέλια, μπαλκόνια λευκά…

Κι μπεζ η κολόνα σε μία γραμμή,
δικοί της, δικοί σου, περνούν βιαστικοί,
με ένα λουλούδι κρυμμένο βαθιά,
και τύπους στους τύπους γεμάτους σκουριά…


ΤΑ ΑΓΙΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Χιλιάδες ήλιοι κι αν έριχναν το φως τους,
χωρίς ψυχή δεν θα μπορείς να δεις.
Και πάλι θ’ αρχίσεις και πάλι θα τελειώσεις,
μ’ αν σε ρωτήσει κάποιος, δε θα ΄χεις τί να πεις.
Γιατί είναι πέρα από ήλιους και αστέρια,
ταξίδια και αγάπης καλοκαίρια :
Ό,τι χωράει στης ψυχής τα άγια χέρια…


ΚΡΥΜΜΕΝΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ…

Τί ν’ αποχαιρετήσω από κείνα που ακόμη ζουν;
Κάθε στιγμή δική τους, τη δική μου ακουμπούν…
Έρχονται και φεύγουν, μα είναι πάντα εκεί.
Ανόθευτοι, ατόφιοι, κρυμμένοι θησαυροί…

Τί ν’ αποχαιρετήσω, αφού συνέχεια μου γελούν;
Του χρόνου τη βαριά καδένα, μπροστά μου μονομιάς πετούν.
Και σμίγουν μεσημέρια με δειλινά μαβιά,
χαμόγελα ανθισμένα και γιασεμιά λευκά…


ΓΙΑ ΚΕΙΝΗ…

Χάραζε το πρόσωπό σου,
κάθε στιγμή με τις σιωπές,
τα δάκρυα, τα όνειρά σου,
πέρασαν γρήγορες στιγμές…

Εκείνο το ζεστό σου βλέμμα,
στα χείλη ονείρου μελωδία…
Η μόνη που ήθελες να ζήσεις,
σκηνή σε αληθινή ταινία…


ΑΝΕΠΑΦΑ…

Κάθε βράδυ, δίνει δύο φιλιά για καληνύχτα,
σε εκείνα που ποτέ δεν πρόκειται να χαθούν.
Από κείνο το ψηλό, όμορφο μπαλκόνι,
που γνέφει ανυπόμονα στο πρώτο χελιδόνι…

Εκείνα ποτέ τους δε γνώρισαν χωροχρόνο.
Μένουν παντοτινά, ασάλευτα, γνήσια, ακριβά…
Γι’ αυτό και δεν τα σμίλευσε ποτέ,
του χρόνου η πηχτή και μάταιη σκουριά…


ΜΝΗΜΗ ΑΝΟΙΧΤΗ

Οποιαδήποτε στιγμή η μνήμη μένει ανοιχτή…
Προβάρει χρόνων οδηγίες…
Σαν το παιδί που καρτερά,
ν’ ακούσει πάλι ιστορίες…

Φοράει πάντα τα λευκά,
για όσα θέλει να γιορτάζει.
Κι όταν παλεύει ανακωχή,
μία σημαία νοερή, ανεβοκατεβάζει…


ΧΛΕΥΗ…

Πολύχρωμα τα φώτα, σβήνουν.
Ωραίες οι φιγούρες, φθίνουν.
Τραβούν αυλαία και την κλείνουν.
Πίσω της βλέπει η ψυχή μου,
χλευάζει και μόνο τη σκέψη,
«χωρίς όλα αυτά» ή «μαζί σου» ;


ΑΝΟΙΧΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Χειμώνες σε έντυναν, μα εσύ τους γελούσες.
Ελεύθερα αγνάντευες εκεί που γυρνούσες…
Σου χάριζαν ευγενικά φύλακες και φυλακές,
μα εσύ τ’ αρνιόσουν πάντα και έστελνες ευχές…
Στάθηκε ο δρόμος ανοιχτός, γεμάτος σεβασμό,
κι άγγιζες με την ψυχή, γαλάζιο, ήλιο κι ουρανό…


Η ΑΠΟΥΣΙΑ

Απ’ τα μπαλκόνια απουσίας,
βγήκαν φιγούρες μιας γιορτής…
Κι όσο κι αν σου φώναζαν,
ποτέ δε γύρισες να δεις…


ΤΑ ΑΥΛΑ ΧΑΔΙΑ

Χτισμένα σπίτια χωρίς εκείνους,
πόσο τα νιώθω άδεια…
Τοίχοι νεκροί, πιο παγεροί,
κι εγώ πάντα να γυρεύω,
εκείνων τα άυλα χάδια…