ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ 2

Πρώτο Μέρος


Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Σ’ ένα κατώφλι απλό στέκει όρθια η ιστορία,
οι μνηστήρες της πολλοί, δράκοι κι άγρια θηρία.
Περιμένουν λιμασμένοι μία μόνο της ματιά
και τον ήλιο λένε φίλο, να μη φαίνεται η προβιά.

Μα στον ‘θρόνο’ όταν κάτσει, ούτε που θα τους κοιτάξει.
Κι ό,τι σκύλεψαν εκείνοι, στη ροή της θα χαράξει.
Και θα λέει τραγουδώντας στις επόμενες γενιές,
να βρεθούνε ενωμένες όταν θα ’ρθουν οι φωτιές…


ΚΡΑΥΓΗ


Στέκουν οι μέρες σαν αμίλητα παιδιά,
που κρύβονται και βγαίνουν πάλι πίσω από τη λησμονιά.
Κι εσύ ζωσμένος μια σπασμένη ελπίδα,
σαν απόλυτη σιωπή, λίγο πριν την καταιγίδα…

Φωτίζει πάλι το αραχνιασμένο σου μπαλκόνι,
της ζωής παραιτημένο, όλο ξενιτιά και σκόνη.
Κι εσύ ζωσμένος μια κρυφή ελπίδα,
γίνεσαι τώρα κραυγή, λίγο πριν την καταιγίδα…


ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ

Έσταζε ήλιο και βροχή εκείνη η ματιά
και όταν την αντάμωνα έκρυβε ξενιτιά.
Σε πρόσωπο σκαμμένο, ήρεμο, γλυκό,
που χάραμα δε γνώρισε, μονάχα τον διωγμό.

Ώρες μου μιλούσε για μέρη μακρινά,
εκεί που χάνονται άνθρωποι και κλαίνε τα παιδιά.
Λαχτάρησε ειρήνη κι αυλές γεμάτες φως
κι ευχήθηκε λουλούδια να γίνει ο εχθρός…


ΧΩΡΙΣ (ΠΟΛΙΤΙΚΗ) ΑΙΔΩ


Από όσα κουβαλούν, τίποτα δε θα δεις.
Χαμόγελα νεφέλης κι ο ήλιος καταγής…
Από όσα κουβαλούν, τίποτα δε ζεις.
Θόλωσε κι ο καθρέφτης, εκείνος της ντροπής…


ΤΟ ΘΑΜΠΟΣ


Μην ελπίζεις ποτέ να δροσιστείς,
στον ίσκιο των ‘μεγάλων’ που πάντοτε παιδεύουν.
Κάτι από το φως τους όλο θα λιγοστεύει,
γι’ αυτό από το θάμπος, πολύ νωρίς σκληραίνουν…


ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ

Αυτές θα στέκουν πάντα εκεί,
αιώνιες, μεγάλες.
Γι’ αυτές θα ψάχνεις, θα ρωτάς,
μα δε θα βρίσκεις άλλες…


ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΑ ΡΟΔΙΝΑ

Ποιός έβαψε γκρίζα κείνα τα ρόδινα άνθη,
που χάιδευε ο αγέρας στον αγρό και γέρναν  ευτυχισμένα…
Αιμάτινη τα έντυσε σιωπή και ενοχή,
τους άπλωνα το χέρι μου κι έφευγαν φοβισμένα…

Πάντοτε στον πόλεμο τη νίκη έχει η ειρήνη.
Κι απ’ τους εχθρούς τους ηττημένους, κανένας δε θα μείνει.
Τίποτα δεν κατάφερε να πάρει ο εχθρός τους.
Στέκουν και πάλι ρόδινα, στον όμορφο αγρό τους…


ΤΟ ΣΚΟΡΠΙΣΜΑ...


Θα σκορπίσουν όλοι,
σαν πουλιά βρεγμένα…
Και θα χάσουν αίφνης,
όλα τους τα ‘κερδισμένα’…

Στο μέρος αυτό που ζήλεψαν,
-χωρίς να το γνωρίζουν-
πως τ’ άνθη που ’κοψαν εφήμερα,
αιώνια θ’ ανθίζουν…


ΧΩΜΑ ΜΟΥ ΓΛΥΚΟ


Τί να πεις χώμα μου γλυκό,
με τόσα που έζησες και ζεις…
Ρυτιδώνει το βλέμμα της η μνήμη
και βαθαίνει η πληγή της σιωπής…

Καμιά σιωπή δε μένει πάντοτε σιωπή.
Και σαν σημαία ιερή, πολύ ψηλά θα υψωθεί.
Όταν έρθει η ώρα, χώμα μου γλυκό,
που ’χεις δόξα και τιμή σου γαλανόλευκο σταυρό…


ΣΕ ΤΕΛΜΑ…

Σε βλέπω να μην προχωράς…
Χωρίς αφετηρία.
Σαν τον στρατιώτη που φορά,
διάτρητη πανοπλία...


Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥΣ


Και πού να ψάξουν να τη βρουν;
Εκεί που είσαι, κάτσε μέτρα.
Δέκα φωτιές σ’ εφτά χειμώνες
και μία άνοιξη σα πέτρα.

Κι όταν τη βρουν, δεν θα στο πουν.
Πρώτη φορά χωρίς τα λόγια.
Γιατί η άνοιξη δεν ζει,
φυλακισμένη και χλωμή, σ’ ανήλια υπόγεια…


ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ


Και για σένα και για μένα,
για τα μύρια και το ένα,
όλα πια σχεδιασμένα.
Μα καθόλου τελειωμένα…

 Δεύτερο Μέρος


ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΣΟΥ…

Όταν βαρύνουν τα φτερά σου,
μη λυπηθείς ποτέ γι’ αυτό.
Θα ξανανοίξουν, θα πετάξουν,
θα ’χεις τη μνήμη οδηγό.

Τον ουρανό θα σχίσουν πάλι,
χωρίς βαρίδια προσμονής…
Και θα γινούν ταξίδια κι άστρα,
μίας γλυκιάς ανταμοιβής…


ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ

Άσε κείνον τον καθρέφτη στις ρωγμές του.
Έτσι είναι…
Άσε κείνο το λουλούδι στον αγρό του.
Έτσι είναι…
Άσε κείνο το πουλί στον ουρανό του.
Έτσι είναι…
Όπου ‘ανήκει’ το καθένα,
για να ζουν δικαιωμένα…


ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ

Χειμωνιάτικες μέρες και το φως αναμμένο,
σ’ ένα υπόγειο υγρό με το τζάμι σπασμένο,
να ’ρθει κείνη που ‘χάθηκε’ στη σιωπή περιμένω.
Και σαν ήρθε και έγνεψε με το βλέμμα ζεστό,
η μορφή της ξεχείλιζε όλο φως κι ουρανό…


ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΧΤΗ

Ό,τι κι αν έκρυβαν εκείνες οι στιγμές,
τα χρόνια που μου χάρισες άνοιξαν φυλακές…
Πόρτα αφήνω ανοιχτή για σένα μόνο,
σε ό,τι ξένο, δανεικό, βαριά διπλοκλειδώνω.

Ό,τι κι αν έσυραν βαρύ της ψυχής σου τα βαγόνια,
μπρος στις ράγες της ζωής μου, φως και πετροχελιδόνια…
Πόρτα αφήνω ανοιχτή για σένα μόνο,
το δικό σου και δικό μου, έτσι…, για να ξεχρεώνω…


ΔΑΝΕΙΚΑ…

Εκείνη η άνοιξη η δανεική,
καθόλου δε με νοιάζει,
που ’γινε βροχερό φθινόπωρο
και του χειμώνα αγιάζι…

Όλα δανεικά σε τούτη τη ζωή,
γυρίζουν στον καθένα μας,
με ήλιο, με βροχή
και δεν κρατώ ποτέ γι’ αυτά,
ενός λεπτού σιγή…


Η ΜΟΡΦΗ ΣΟΥ

Φίλησες τα νεκρά μάτια κείνου του πρωινού,
μ’ ένα τραγούδι μες τα χείλη του κρυφού σου ουρανού.
Χρώματα ντύθηκε κι αγάπη,
μα χρωστούσε ακόμα κάτι.

Τη μορφή σου που δε φεύγει,
σ’ ένα πέτρινο μπαλκόνι,
στην καρδιά μου καρφωμένη
κι έναν ήλιο να βουρκώνει…


Η ΠΑΛΗ


Πόσα κλείνουν εκείνα τα μάτια,
πόσα κλείνει εκείνη η ψυχή,
όσο διαφέρουν τα λόγια απ’ την πράξη
κι όσο το τέλος δε γίνεται αρχή.

Παλεύουν τα χρώματά σου,
κάτω από έναν μόνο ήλιο…
Σκουραίνουν και ανοίγουν,
στο ίδιο πάντα μέρος, ευάερο κι ευήλιο…


Ο ΧΡΟΝΟΣ


Απόψε σε είδα να γελάς σαν παιδί,
ηλιόλουστος πάλι ο κόσμος μου όλος,
τελειώνει μου λες η δική σου εποχή
κι αφήνει μπροστά σου ενθύμιο ο χρόνος.

Ό,τι σου χάρισε γλυκά το αγγίζεις,
τη μνήμη ολόφωτη κρυφά νανουρίζεις,
με μια μελωδία που χρόνο δεν ξέρει,
μονάχα ουρανό και ένα αστέρι…